Βελτιωμένη θεωρούν Αμερικανοί οικονομολόγοι και αναλυτές τη δεύτερη απόφαση για την Κύπρο, σε σχέση με την πρώτη που περιλάμβανε και κούρεμα σε καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ, αλλά οι περισσότεροι θεωρούν ότι ήδη έχει δημιουργεί κακό προηγούμενο στην ευρωζώνη και έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη καταθετών και επενδυτών.
Μεταξύ άλλων, αμερικανικά ΜΜΕ προβάλλουν «απαισιόδοξες προβλέψεις» στελεχών του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά και δεξαμενών σκέψης, εκτιμώντας ότι η κυπριακή κρίση θα συμβάλλει στην ενίσχυση της ανασφάλειας, γεγονός που θα έχει μεγαλύτερο κόστος για καταθέσεις, επενδύσεις και ανάπτυξη σε χώρες τις ευρωζώνης.
Η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» αναφέρει σε κύριο άρθρο της ότι το σχέδιο για την αποτροπή κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος στην Κύπρο συνιστά σημαντική βελτίωση σε σχέση με την «πρώτη καταστροφική απόπειρα» για την αντιμετώπιση της κρίσης, ωστόσο, όπως σημειώνεται, η επιτευχθείσα συμφωνία επιβάλλει κι αυτή αυστηρή λιτότητα στο λαό της Κύπρου και ενδέχεται να εξασθενίσει περαιτέρω τη δημόσια εμπιστοσύνη έναντι των τραπεζών άλλων αποδυναμωμένων ευρωπαϊκών οικονομιών, όπως αυτών της Ισπανίας και της Ιταλίας.
Μεταξύ άλλων, διατυπώνεται η άποψη ότι αν και βελτιωμένη σε σχέση με το αρχικό σχέδιο, η νέα δανειακή συμφωνία για την Κύπρο δεν εμπνέει μεγάλες ελπίδες, καθώς αντιπροσωπεύει την τελευταία απόπειρα σε μια σειρά κακοφτιαγμένων προσπαθειών της τελευταίας στιγμής από την ΕΕ για να αποτραπεί ο χρηματοπιστωτικός Αρμαγεδδών σε διάφορες χώρες. Παράλληλα, πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η εν λόγω συμφωνία αφήνει την κυπριακή κυβέρνηση με ένα εξαιρετικά υψηλό βάρος χρέους, αντίστοιχο περίπου με το 140% του ΑΕΠ της χώρας, το οποίο θα προκαλέσει πολύχρονα δεινά στο λαό και την οικονομία της Κύπρου. Ο τρόπος για να αποτραπούν οικονομικές καταστροφές, όπως αυτή που θα προέλθει από την απόσυρση καταθέσεων από χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, είναι να επιβληθούν ισχυροί συγκεντρωτικοί κανονισμοί σ' όλες τις τράπεζες και να ανακεφαλαιοποιηθούν ή να αναδιαρθρωθούν αποδυναμωμένες τράπεζες. Τέλος, τονίζεται ότι «το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι να εγκαταλειφθούν τα προγράμματα λιτότητας που καθιστούν σχεδόν ανέφικτη την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας και του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος».
Σε δημοσίευμα της «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» για την Κύπρο, προβάλλεται η εκτίμηση ότι μετά απ' αυτή την εξέλιξη «αυξάνεται η πολιτική δυσπιστία μεταξύ των ισχυρών οικονομιών του ευρωπαϊκού βορρά και τους αδύναμους του ευρωπαϊκού νότου». Σημειώνεται ότι η κακή κατάσταση της Κύπρου -σοβαρότερη συγκριτικά με την παρατεταμένη οικονομική αναταραχή στην Ελλάδα- θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη ζημιά και να παρεμποδίσει τις μελλοντικές προσπάθειες για αποκατάσταση των προβλημάτων εντός ευρωζώνης. Επίσης, τονίζεται ότι «η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία εντός ευρωζώνης, επικράτησε στις συνομιλίες, αυξάνοντας την πεποίθηση ορισμένων Ευρωπαίων για γερμανικό εκφοβισμό έναντι ενός μικροσκοπικού έθνους».
Το ειδησεογραφικό πρακτορείο «Μπλούμπεργκ», σε κύριο άρθρο του, αξιολογεί θετικά την απόφαση για το κυπριακό σχέδιο διάσωσης, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο οφείλουν να εξηγήσουν σαφώς για ποιο λόγο αποτελεί εξαίρεση η κυπριακή περίπτωση, ενώ θα πρέπει να προχωρήσουν άμεσα στην ουσιαστική ολοκλήρωση της ευρωζώνης, που θα περιλαμβάνει κάποιας μορφής αναδιανομή πόρων. Όπως τονίζεται, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να πείσουν τους πολίτες και τις αγορές ότι έχουν εξάγει τα σωστά συμπεράσματα από την κρίση. Θα πρέπει δηλαδή να πουν σαφώς για ποιο λόγο η Κύπρος αποτελεί μοναδική περίπτωση, ενώ οφείλουν να προωθήσουν την ολοκλήρωση της ευρωζώνης ώστε να αποφευχθούν παρόμοιες κρίσεις. «Προς το παρόν, έχουν αποτύχει και στα δύο σημεία», υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά.
Τέλος, σε ρεπορτάζ του τηλεοπτικού δικτύου CNBC ακούστηκε και η άποψη ότι το κυπριακό σχέδιο διάσωσης είναι «θετική εξέλιξη» για τις αμερικανικές τράπεζες, καθώς θα προκαλέσει την εκροή κεφαλαίων από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ.
Μεταξύ άλλων, αμερικανικά ΜΜΕ προβάλλουν «απαισιόδοξες προβλέψεις» στελεχών του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά και δεξαμενών σκέψης, εκτιμώντας ότι η κυπριακή κρίση θα συμβάλλει στην ενίσχυση της ανασφάλειας, γεγονός που θα έχει μεγαλύτερο κόστος για καταθέσεις, επενδύσεις και ανάπτυξη σε χώρες τις ευρωζώνης.
Η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» αναφέρει σε κύριο άρθρο της ότι το σχέδιο για την αποτροπή κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος στην Κύπρο συνιστά σημαντική βελτίωση σε σχέση με την «πρώτη καταστροφική απόπειρα» για την αντιμετώπιση της κρίσης, ωστόσο, όπως σημειώνεται, η επιτευχθείσα συμφωνία επιβάλλει κι αυτή αυστηρή λιτότητα στο λαό της Κύπρου και ενδέχεται να εξασθενίσει περαιτέρω τη δημόσια εμπιστοσύνη έναντι των τραπεζών άλλων αποδυναμωμένων ευρωπαϊκών οικονομιών, όπως αυτών της Ισπανίας και της Ιταλίας.
Μεταξύ άλλων, διατυπώνεται η άποψη ότι αν και βελτιωμένη σε σχέση με το αρχικό σχέδιο, η νέα δανειακή συμφωνία για την Κύπρο δεν εμπνέει μεγάλες ελπίδες, καθώς αντιπροσωπεύει την τελευταία απόπειρα σε μια σειρά κακοφτιαγμένων προσπαθειών της τελευταίας στιγμής από την ΕΕ για να αποτραπεί ο χρηματοπιστωτικός Αρμαγεδδών σε διάφορες χώρες. Παράλληλα, πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η εν λόγω συμφωνία αφήνει την κυπριακή κυβέρνηση με ένα εξαιρετικά υψηλό βάρος χρέους, αντίστοιχο περίπου με το 140% του ΑΕΠ της χώρας, το οποίο θα προκαλέσει πολύχρονα δεινά στο λαό και την οικονομία της Κύπρου. Ο τρόπος για να αποτραπούν οικονομικές καταστροφές, όπως αυτή που θα προέλθει από την απόσυρση καταθέσεων από χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, είναι να επιβληθούν ισχυροί συγκεντρωτικοί κανονισμοί σ' όλες τις τράπεζες και να ανακεφαλαιοποιηθούν ή να αναδιαρθρωθούν αποδυναμωμένες τράπεζες. Τέλος, τονίζεται ότι «το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι να εγκαταλειφθούν τα προγράμματα λιτότητας που καθιστούν σχεδόν ανέφικτη την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας και του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος».
Σε δημοσίευμα της «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» για την Κύπρο, προβάλλεται η εκτίμηση ότι μετά απ' αυτή την εξέλιξη «αυξάνεται η πολιτική δυσπιστία μεταξύ των ισχυρών οικονομιών του ευρωπαϊκού βορρά και τους αδύναμους του ευρωπαϊκού νότου». Σημειώνεται ότι η κακή κατάσταση της Κύπρου -σοβαρότερη συγκριτικά με την παρατεταμένη οικονομική αναταραχή στην Ελλάδα- θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη ζημιά και να παρεμποδίσει τις μελλοντικές προσπάθειες για αποκατάσταση των προβλημάτων εντός ευρωζώνης. Επίσης, τονίζεται ότι «η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία εντός ευρωζώνης, επικράτησε στις συνομιλίες, αυξάνοντας την πεποίθηση ορισμένων Ευρωπαίων για γερμανικό εκφοβισμό έναντι ενός μικροσκοπικού έθνους».
Το ειδησεογραφικό πρακτορείο «Μπλούμπεργκ», σε κύριο άρθρο του, αξιολογεί θετικά την απόφαση για το κυπριακό σχέδιο διάσωσης, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο οφείλουν να εξηγήσουν σαφώς για ποιο λόγο αποτελεί εξαίρεση η κυπριακή περίπτωση, ενώ θα πρέπει να προχωρήσουν άμεσα στην ουσιαστική ολοκλήρωση της ευρωζώνης, που θα περιλαμβάνει κάποιας μορφής αναδιανομή πόρων. Όπως τονίζεται, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να πείσουν τους πολίτες και τις αγορές ότι έχουν εξάγει τα σωστά συμπεράσματα από την κρίση. Θα πρέπει δηλαδή να πουν σαφώς για ποιο λόγο η Κύπρος αποτελεί μοναδική περίπτωση, ενώ οφείλουν να προωθήσουν την ολοκλήρωση της ευρωζώνης ώστε να αποφευχθούν παρόμοιες κρίσεις. «Προς το παρόν, έχουν αποτύχει και στα δύο σημεία», υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά.
Τέλος, σε ρεπορτάζ του τηλεοπτικού δικτύου CNBC ακούστηκε και η άποψη ότι το κυπριακό σχέδιο διάσωσης είναι «θετική εξέλιξη» για τις αμερικανικές τράπεζες, καθώς θα προκαλέσει την εκροή κεφαλαίων από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου